- κουμάντο
- το(λ. ιταλ.), διεύθυνση, ρύθμιση, διαχείριση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουμάντο — το 1. αρχηγία, διεύθυνση, διοίκηση, κυβέρνηση 2. διευθέτηση, τακτοποίηση («το κάθε πράγμα θέλει το κουμάντο του») 3. στον πληθ. τα κουμάντο τα οικιακά σκεύη 4. φρ. α) «κάνω το κουμάντο μου» συγκεντρώνω τα απαραίτητα εφόδια, εφοδιάζομαι β) «δεν… … Dictionary of Greek
κομάντο — κομάντο, τὸ (Μ) βλ. κουμάντο … Dictionary of Greek
πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… … Dictionary of Greek
κουμαντάρω — (λ. ιταλ.), κάνω κουμάντο, διευθύνω, διαχειρίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμονιάρισμα — το, ατος 1. το κράτημα του τιμονιού, η οδήγηση. 2. διακυβέρνηση, διοίκηση, κουμάντο: Το τιμονιάρισμα του υπουργού δεν είναι καλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμόνι — το ιού (λ. ιταλ.) 1. πηδάλιο πλοίου, αεροπλάνου, αυτοκινήτου κτλ., βολάν. 2. διοίκηση, διακυβέρνηση, κουμάντο: Κρατάει το τιμόνι του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)